του Πέτρου Φύτρου |
Tο
σχολείο στο σύγχρονο καπιταλισμό έχει ένα διπλό ρόλο. Από τη μια
λειτουργεί ως κατανεμητικός μηχανισμός, δηλαδή προετοιμάζει την
τοποθέτηση των ατόμων στις διάφορες θέσεις του κοινωνικού καταμερισμού
εργασίας. Και από την άλλη λειτουργεί ως ιδεολογικός μηχανισμός του
κράτους, δηλαδή ως μηχανισμός που αναπαράγει και εγχαράσσει την κυρίαρχη
ιδεολογία στους έγκλειστους σε αυτόν (δηλαδή στους μαθητές).
Το πώς δομούνται και το πώς λειτουργούν οι δύο αυτές όψεις του σχολείου
εξαρτάται κάθε φορά από το συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στην κυρίαρχη και
τις κυριαρχούμενες τάξεις. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι το
σχολείο κατανέμει το μαθητικό πληθυσμό στις διάφορες θέσεις του
καταμερισμού εργασίας μέσω των διαφορετικών τύπων σχολείων και των
πολλαπλών εξετάσεων, ενώ ταυτόχρονα αποτυπώνει την κυρίαρχη ιδεολογία
μέσω των διάφορων καθημερινά επαναλαμβανόμενων σχολικών πρακτικών, αλλά
και μέσω του ίδιου του περιεχομένου των μαθημάτων που προσφέρει.
Ένα από τα κατεξοχήν μαθήματα «ιδεολογίας» του σχολείου είναι η ιστορία. Και αυτό γιατί το πώς αντιμετωπίζουν οι νέοι το παρελθόν δεν έχει εγκυκλοπαιδική σημασία. Στην πραγματικότητα έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την ίδια τη συνείδηση που έχουν για τον εαυτό τους και τη θέση του μέσα στον κόσμο, την αντίληψη που αποκτούν για την κίνηση του και σε τελική ανάλυση τη στάση που κρατούν απέναντι τόσο στην ίδια η σημερινή πραγματικότητα όσο και στις προσπάθειες αλλαγής της.
Σήμερα επιχειρείται ένα ξαναγράψιμο της
σχολικής ιστορίας, τέτοιο που να αποτυπώνει τόσο τους νέους ιδεολογικούς
προσανατολισμούς του κεφαλαίου και της άρχουσας τάξης, όσο και την
τακτική νίκη του επί των δυνάμεων της εργασίας. Αυτή η προσπάθεια δεν
έχει μικρή σημασία. Στην πραγματικότητα είναι ένα κομμάτι της κοινωνικής
σύγκρουσης στο επίπεδο της ιδεολογίας και έχει ως επίδικο το τι εικόνα
θα αποκτήσει η νέα γενιά όχι μόνο για τον εαυτό της και τον κόσμο, αλλά
και για τη διαδικασία και τις προσπάθειες αλλαγής του. Ο στόχος είναι να
πειστούν οι μαθητές ότι ο κόσμος που ζούμε είναι ο καλύτερος δυνατός,
ότι οι βασικές δομές του (ο καπιταλισμός και οι πολιτικοί θεσμοί του)
είναι πανανθρώπινες και διαχρονικές σταθερές και ότι κάθε προσπάθεια
αλλαγής του ήταν μια επικίνδυνη και αποτυχημένη παρέκκλιση από την ομαλή
πορεία των πραγμάτων.
Απότοκο αυτής της προσπάθειας είναι τα
νέα βιβλία ιστορίας και το πιο ακραίο ίσως παράδειγμα όλων είναι το
βιβλίο Ιστορίας Γενικής Παιδείας της Γ΄ Λυκείου.
Το βιβλίο αυτό εμφανίστηκε φέτος στα
σχολεία και έρχεται να αντικαταστήσει ένα βιβλίο που διδάχτηκε περίπου
20 χρόνια, είχε εισαχθεί στα σχολεία στις αρχές της δεκαετίας του 80 και
αποτύπωνε ένα συσχετισμό δυνάμεων πολύ πιο ευνοϊκό για τις δυνάμεις της
εργασίας από τον σημερινό. Το νέο βιβλίο, γραμμένο στο δεύτερο μισό της
πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, αποτελεί ένα βαθιά μισαλλόδοξο
κατασκεύασμα δεξιών κύκλων, που θέλει να πάρει τη ρεβάνς από την
προγενέστερη διείσδυση αριστερών και προοδευτικών ιδεών στη σύγχρονη
σχολική ιστοριογραφία. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η σχέση της συγγραφικής
ομάδας με το ίδρυμα Καραμανλή. Ταυτόχρονα, αποτελεί μια προσπάθεια με
την οποία ο ιστορικός αναθεωρητισμός εισβάλλει στη σχολική ιστοριογραφία
δριμύτερος από ποτέ και με την οποία επιχειρείται να ξαναγραφτεί η
σχολική ιστορία από τη σκοπιά των απολογητών του σημερινού κοινωνικού
συστήματος.
Ο τρόπος με τον οποίο είναι γραμμένο το
βιβλίο δημιουργεί πλήρη σύγχυση στους μαθητές, καθώς μετατρέπει την
ιστορία σε ένα χυλό πληροφοριών που το μόνο που κατορθώνει είναι να
αναπαράγει την αμάθεια. Συγκεκριμένα, στο βιβλίο επιδιώχθηκε να χωρέσει
ιστορική ύλη που θα καλύπτει όλη την παγκόσμια ιστορία από τις αρχές του
19ου αιώνα μέχρι σήμερα. Δόθηκε δε ιδιαίτερη και ξεχωριστή, σε σχέση με
το παρελθόν, έμφαση στην ευρωπαϊκή ιστορία (πράγμα που δεν είναι βέβαια
τυχαίο). Όλη η ύλη είναι ταξινομημένη σε τρισέλιδες ενότητες, οι οποίες
είναι συνήθως «θεματικές» και τις περισσότερες φορές δεν συγκροτούν
μεταξύ τους ενιαία αφήγηση (πολλές φορές αυτό δε συμβαίνει ούτε εντός
της ίδιας της ενότητας). Ταυτόχρονα, το πλήθος πληροφοριών που
περιλαμβάνεται σε αυτές είναι τεράστιο (ονόματα, συνθήκες και ό,τι άλλη
ιστορική πληροφορία μπορεί να σκεφτεί κάποιος), ενώ και το κριτήριο με
το οποίο επιλέγονται τα ιστορικά γεγονότα που παρουσιάζονται δεν πληροί
καν το κριτήριο της διάκρισης ουσιώδους και επουσιώδους. Έτσι, ο μαθητές
καλείται να μάθει μία εκτεταμένη παράγραφο για την ιστορία των Ινδιών,
μία για το εθνικό κίνημα των Ούγγρων και μόνο μία γραμμή για το κίνημα
του 1909 στο Γουδί!
Τα παραπάνω (πλήθος πληροφοριών –απουσία
αφήγησης) οδηγούν στη δημιουργία ενός τεράστιου ανιεράρχητου
κατασκευάσματος, το οποίο ο μαθητής αδυνατεί να εντάξει σε συγκεκριμένα
πλαίσια και του οποίου τις βασικές δομές αδυνατεί να κατανοήσει, ενώ
είναι αδύνατο γι’ αυτόν να βρει τα αίτια, την αλληλουχία και τις σχέσεις
των γεγονότων. Έτσι, ακόμα και αν κάποιος κατορθώσει να «μάθει απέξω»
όλο το περιεχόμενο του βιβλίου, ελάχιστα πράγματα για το παρελθόν θα
έχει καταλάβει.
Πέρα από τις γενικές κατευθύνσεις που
αναφέραμε το βιβλίο εξυπηρετεί συγκεκριμένους ιδεολογικούς στόχους και
είναι γραμμένο στη βάση συγκεκριμένων ιδεολογικών αξόνων:
1) Συγκρότηση «ευρωπαϊκής συνείδησης»
Από τους βασικούς στόχους του βιβλίου
είναι να δημιουργήσει την εντύπωση ότι το όραμα της «Ευρώπης» υπήρχε
τουλάχιστον τα τελευταία διακόσια χρόνια. Πάντα λοιπόν οι συγγραφείς
ψάχνουν να βρουν κάποιους οραματιστές που το υπηρετούν. Τους βρίσκουν
από την αρχή κιόλας του βιβλίου τους στους ηγέτες της Ιερής Συμμαχίας,
την οποία και εξωραΐζουν πλήρως: « Αυτοί οι εστεμμένοι άρχοντες της
Ευρώπης ήταν πεπεισμένοι ότι οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες της γηραιάς
ηπείρου εξυπηρετούσαν -καλύτερα από τα εθνικά κράτη -την ειρήνη, επειδή
οι διάφορες γλωσσικές ή θρησκευτικές κοινότητες της ηπείρου, ιδίως της
κεντρικής και ανατολικής, δεν είχαν σαφή και διακριτά γεωγραφικά όρια».
Και λίγο πιο κάτω: « Στο συνέδριο της Βιέννης κυρίαρχη προσωπικότητα
αναδείχθηκε ο Μέτερνιχ, ανυποχώρητος υποστηρικτής της μοναρχικής
εξουσίας και της σταθερότητας. Αν και Αυστριακός στην καταγωγή, πίστευε
πως ήταν πρώτα από όλα Ευρωπαίος και πως την ιδέα της Ευρώπης στήριζε
και προωθούσε». Τι να σχολιάσουμε; Εκτός από την εντελώς αυθαίρετη
προβολή του «ευρωπαϊκού οράματος» στις αρχές του 19ου αιώνα, εμφανίζεται
και μια νέα ερμηνεία του ρόλου της Ιερής Συμμαχίας. Πλέον δεν είναι
ένας αντεπαναστικός συνασπισμός των ισχυρών της εποχής, αλλά μια ένωση
που απλά υπερασπίζεται την ειρήνη!
Γενικά, σε όλες τις ιστορικές συγκυρίες
υπερτονίζεται η έννοια της Ευρώπης και οι συγγραφείς ψάχνουν να βρουν
τους προπάτορες της ένωσής της. Έτσι, στην ενότητα που αφορά την
ελληνική επανάσταση, παρατίθεται πηγή που ως βαθύτερο αίτιο του
φιλελληνικού κινήματος θεωρεί την «νεογεννώμενη ιδέα της ευρωπαϊκής
κοινότητας», ενώ στη σελ. 123 φτάνουμε στη γελοιότητα καθώς παρατίθεται
πηγή με τίτλο «Οραματισμός του ευρωπαϊκού μέλλοντος της Ελλάδας μέσα
στις φλόγες του πολέμου». Η συγκεκριμένη ενότητα αναφέρεται στην κατοχή
και φυσικά το ευρωπαϊκό μέλλον μόνο στο μυαλό των Ελλήνων της εποχής δεν
ήταν. Περιττό είναι να πούμε ότι, στο ίδιο κλίμα, η σημαντικότερη
πρωτοβουλία του θείου Καραμανλή ήταν η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και
το σημαντικότερο επίτευγμα του Σημίτη η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ.
2) Ιδεολογική αντεπίθεση της Δεξιάς.
Σε όλο το βιβλίο γίνεται προσπάθεια
συκοφάντησης του κομμουνιστικού κινήματος με παράλληλο εξωραϊσμό των
«μαύρων» σελίδων της ιστορίας του καπιταλισμού. Στο βιβλίο εισβάλλει το
άθλιο νοητικό σχήμα φασισμός =κομμουνισμός. Έτσι, κατά τους συγγραφείς,
στο μεσοπόλεμο υπάρχει η κοινοβουλευτική δημοκρατία η οποίο απειλείται
από δύο αυταρχικά πολιτικά συστήματα! « Μια πειστική, πράγματι, απάντηση
από τα δημοκρατικά κράτη της Ευρώπης στα ανοιχτά κοινωνικά προβλήματα
ήταν αναγκαία, κατά μείζονα λόγο σε μια εποχή που είχαν ήδη διατυπωθεί
δύο διαφορετικές προτάσεις από τα αυταρχικά καθεστώτα που είχαν μόλις
επικρατήσει στη Σοβιετική Ένωση και την Ιταλία, έστω και σε περιορισμένη
αρχικά κλίμακα». Πρώτη φορά σε σχολικό βιβλίο εισβάλλει με τόσο χυδαίο
τρόπο η ταύτιση του φασισμού με τον κομμουνισμό, η ταύτιση δηλαδή των
προσπαθειών της εργατικής τάξης και των εργαζομένων μαζών για την
ανατροπή του καπιταλισμού και την αλλαγή της κοινωνίας με την προσπάθεια
του κεφαλαίου για έξοδο από την κρίση του μεσοπολέμου και σταθεροποίηση
του συστήματος. Έχουν γραφτεί πάρα πολλά για το συγκεκριμένο ζήτημα και
δεν χρειάζεται να το αναλύσουμε περισσότερο. Απλά επισημαίνουμε ότι
στόχος δεν είναι μόνο να απαξιωθούν όλες οι επαναστατικές προσπάθειες
του 20ου αιώνα, αλλά και να αποκτήσει αρνητική σηματοδότηση κάθε
συγκροτημένη προσπάθεια αμφισβήτησης του καπιταλισμού. Γιατί αν κάποιος
αποδεχτεί ότι πέρα από τον καπιταλισμό και την κοινοβουλευτική
δημοκρατία υπάρχουν μόνο «ολοκληρωτικά καθεστώτα», η απόσταση προς την
πλήρη αποδοχή του υπάρχοντος κοινωνικού συστήματος μειώνεται σημαντικά.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι δεν γράφεται
ούτε μια γραμμή για την κοινωνική βάση των δύο καθεστώτων. Έτσι,
αποσιωπάται η στήριξη που έδωσε το κεφάλαιο τόσο στο φασισμό, όσο και
στο ναζισμό, στήριξη που τονιζόταν σαφώς στο προηγούμενο βιβλίο. Είναι
ενδεικτικά τα όσα λέγονται για την άνοδο του φασισμού στην Ιταλία: « Η
άνοδος των φασιστών στην εξουσία συνδέεται άμεσα με την ανησυχία που
είχε προκαλέσει σε ισχυρή μερίδα της κοινής γνώμης η αίσθηση, αφενός,
ότι η Ιταλία είχε αδικηθεί από τους νικητές συμμάχους μετά τη λήξη του
Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ο φόβος, αφετέρου, μήπως διαταραχτεί η
κοινωνική τάξη από τις ταραχές και τις απεργίες που είχαν ξεσπάσει».
Πίσω από τον όρο «κοινή γνώμη» κρύβονται συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις
και πίσω από τον όρο «διατάραξη της κοινωνικής τάξης» κρύβεται ο φόβος
του ιταλικού κεφαλαίου για την άνοδο του εργατικού κινήματος, σε μια
περίοδο που οι ιδέες της Οκτωβριανής Επανάστασης απλώνονταν σε όλη την
Ευρώπη. Με τη συγκεκριμένη διατύπωση όμως, όχι μόνο συσκοτίζονται τα
κοινωνικά στηρίγματα του φασισμού, αλλά και δικαιολογείται η άνοδός του
ως μια απλή αντίδραση του φιλήσυχου κομματιού της κοινής γνώμης στην
επικείμενη διασάλευση της κοινωνικής γαλήνης! (Πολύ ενδιαφέρον βέβαια
έχει και η σιωπηλή αποδοχή του φόβου «μήπως διαταραχτεί η κοινωνική τάξη
από τις απεργίες» ως κάτι το φυσιολογικό).
3) Απόκρυψη πτυχών της ιστορίας.
Οι διώξεις σε βάρος της αριστεράς
εξαφανίζονται. Οι δωσίλογοι και οι ταγματασφαλίτες δεν υπήρξαν ποτέ.
Ταυτόχρονα, εξαφανίζονται και «επικίνδυνα» γεγονότα που μπορούν να
προκαλέσουν πολλές ερωτήσεις, ακόμα και αν ανήκουν στα κορυφαία γεγονότα
της ελληνικής ιστορίας του 20ου αιώνα. Έτσι η μικρασιατική καταστροφή
παρουσιάζεται σε αυτές τις ελάχιστες σειρές: « Η συμμαχική εντολή του
Μαΐου του 1919 προς την Ελλάδα ήταν πάντως προσωρινής ισχύος, αφού την
οριστική τύχη της Σμύρνης και της ενδοχώρας της θα έκρινε δημοψήφισμα
των κατοίκων ύστερα από πέντε χρόνια ελληνικής διοίκησης. Η ήττα της
Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο που ακολούθησε και η ουσιαστική
διάλυση της νικήτριας συμμαχίας του Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησαν στη
Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, η οποία αντανακλούσε το νέο συσχετισμό
ισχύος στην περιοχή. Είχαν μεσολαβήσει η εκλογική ήττα του Βενιζέλου
στις εκλογές της 1ης/ 14ης Νοεμβρίου 1920 και η επάνοδος του
Κωνσταντίνου στο θρόνο της Ελλάδας, η επέκταση του ελληνικού μετώπου στη
Μικρά Ασία και η διάσπασή του από τα τουρκικά στρατεύματα τον Αύγουστο
του 1922».
Πως γίνεται λοιπόν κάποιος να μη μάθει
τίποτα για τη μικρασιατική καταστροφή; Μέσα σε λίγες γραμμές οι
συγγραφείς περνάνε από το 1919 στο 1923 και μετά γυρνάνε πίσω και
αναφέρουν σε τρεις γραμμές ό,τι συνέβη μέσα σε τέσσερα χρόνια. Δηλαδή
αναφέρουν ότι έφυγε ο Βενιζέλος, επέστρεψε ο βασιλιάς και ότι οι Έλληνες
επέκτειναν το μέτωπο του πολέμου. Για ποιο λόγο όμως έγιναν όλα αυτά;
Τι άλλαξε στο εσωτερικό της χώρας και τι στο διεθνές τοπίο; Πώς σε
τελική ανάλυση ο «θρίαμβος» του 1919 έγινε η τραγωδία του 1922; Δε
λέγεται κουβέντα λες και το γεγονός επηρέασε ελάχιστα την ζωή στον τόπο
μας. Γιατί όμως οι συγγραφείς γράφουν μια ιστορία που στην ουσία
αδιαφορεί για το πώς και το γιατί των γεγονότων; Πρόκειται για απλό
λάθος ή μήπως για προσπάθεια μετατροπής της ιστορίας σε μια συνοπτική
παράθεση γεγονότων -«σταθμών» που δεν θα αφήσει τίποτα και δεν θα
γεννήσει ερωτήματα για τίποτα; Το σύνολο του εγχειρήματος δεν μας αφήνει
πολλές αμφιβολίες.
Ενδεικτικά της τάσης εξωραϊσμού των
«μαύρων» σελίδων του καπιταλισμού, της αναθεώρησης δηλ. της ιστορίας
είναι και τα όσα γράφονται για την αποικιοκρατία: « Η ευρωπαϊκή
αποικιοκρατία του 19ου αιώνα ολοκλήρωσε τη διείσδυση του δυτικού
ανθρώπου στον εξωευρωπαϊκό κόσμο, η οποία είχε αρχίσει τον 16ο αιώνα,
και τον προσέδεσε στον δυτικό κόσμο. Ο δυτικός άνθρωπος προσπάθησε να
ενσωματώσει στο δυτικό πολιτισμό λαούς με κοινωνική οργάνωση και
πολιτισμούς διαφορετικούς από τον δυτικό, να τους προικοδοτήσει με
θεσμούς ανάλογους με τους δικούς του. Ταυτόχρονα οι πρώτες ύλες και οι
παραγωγικές δυνατότητες των αποικιών προσαρμόστηκαν έτσι, ώστε να
εξυπηρετούν όχι αποκλειστικά τις ανάγκες των γηγενών κατοίκων, αλλά και
στις παραγωγικές ανάγκες των μητροπολιτικών χωρών. Σε πολλές αποικίες ο
δυτικός άνθρωπος εξάρθρωσε παραδοσιακές κοινωνικές δομές χωρίς να
δημιουργήσει στη θέση τους βιώσιμους δυτικούς θεσμούς, αλλά, παρ’ όλα
αυτά, κατόρθωσε να εξαλείψει θανατηφόρες επιδημίες, τη δουλεία και άλλες
ενδημικές μάστιγες». Η λεηλασία των αποικιών γίνεται «αναπροσαρμογή των
πρώτων υλών τους», ενώ πρέπει να αναζητηθούν και τα «υπέρ» της
αποικιοκρατίας! Ακόμα και η ορολογία έχει τη σημασία της. Δεν υπάρχουν
πλέον οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ή έστω τα δυτικά κράτη, αλλά
γενικά και αόριστα ο «δυτικός άνθρωπος». Δεν είναι προβληματική μόνο η
αίσθηση ανωτερότητας που αποπνέει ο όρος (δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι
παρόμοιοι όροι εμφανίζονται κάθε φορά που οι δυτικές ιμπεριαλιστικές
δυνάμεις αντιμετωπίζουν κάποιον «εχθρό»). Στην πραγματικότητα έχουμε να
κάνουμε με την προβολή μιας ταυτότητας από την οποία απουσιάζει κάθε
υλιστική αντίληψη για τον κόσμο. Πλέον δε χωράνε κοινωνικές και
οικονομικές δομές ή συγκεκριμένες πολιτικές πρακτικές, αλλά περνάμε σε
εντελώς αφηρημένες πολιτισμικές οντότητες, που στην πραγματικότητα
χρησιμοποιούνται για να αποκρύψουν τις υπαρκτές κοινωνικές και
οικονομικές σχέσεις.
4) Αγιοποίηση του καπιταλισμού.
Ας δούμε μονάχα τι λέει το βιβλίο για
τις ΗΠΑ: « Με κινητήριες δυνάμεις έναν ισχυρό ατομισμό, πίστη στην
ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, αφοσίωση στις αρχές και τις
αξίες τις οποίες κληρονόμησαν από τους Βρετανούς πολιτικούς στοχαστές,
ιδίως από τον Τζον Λοκ, αποδοχή των νόμων της ελεύθερης και
ακηδεμόνευτης αγοράς, οι πρώην Βρετανοί έποικοι και στη συνέχεια
Αμερικανοί διαμόρφωσαν μια δυναμική και δημοκρατική πολιτεία, που έμελλε
να σπεύσει δύο φορές κατά τον 20ο αιώνα, για να σώσει τη σπαρασσόμενη
Ευρώπη σε δύο παγκοσμίους πολέμους -δύο πολέμους που τερμάτισαν την
ηγεμονία της γηραιάς ηπείρου και μετέφεραν ισχύ από την Ευρώπη στην
υπερατλαντική προέκτασή της». Δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε την κραυγή
του συγγραφέα «ζήτω οι νόμοι της αγοράς». Ούτε το γεγονός ότι στους δύο
παγκόσμιους πολέμους ο κόσμος χρωστάει τη σωτηρία του στις ΗΠΑ. Να
προσέξουμε μόνο ότι οι ΗΠΑ χαρακτηρίζονται ως «προέκταση» της Ευρώπης.
Πάλι λοιπόν ο ενιαίος και αδιαίρετος ευρωπαϊκός -δυτικός πολιτισμός που
με σημαία του τους νόμους της αγοράς κυριαρχεί στον πλανήτη.
5) Εξαφάνιση του λαϊκού παράγοντα και της πάλης των τάξεων.
Ο λαϊκός παράγοντας, οι υποτελείς
κοινωνικές τάξεις και η πάλη των τάξεων, απλά δεν υπάρχουν! Όλη η
ιστορία είναι δημιούργημα ηγετών ή στην καλύτερη περίπτωση διακρατικών
συγκρούσεων. Έτσι οι λαϊκές μάζες απουσιάζουν από την ελληνική
επανάσταση, ενώ το εργατικό κίνημα απλά δεν έδρασε ποτέ. Δεν αναφέρεται
ούτε μια απεργία, ούτε οποιαδήποτε άλλη λαϊκή κινητοποίηση. Στην Ελλάδα
εργατικά σωματεία δεν δημιουργήθηκαν ποτέ και οι εργαζόμενοι δεν
επηρέασαν την εξέλιξη των γεγονότων σε τίποτα. Όλη η ελληνική ιστορία
είναι μια απλή διαδοχή των πράξεων του Τρικούπη, του Βενιζέλου κτλ. Το
τι γινόταν στη βάση της κοινωνίας, απλά δεν ενδιαφέρει! Στο ίδιο μοτίβο,
η Οκτωβριανή Επανάσταση παρουσιάζεται μόνο για να φανεί ότι οδήγησε σε
ένα αυταρχικό κράτος και ταυτόχρονα αποσιωπάται η επίδρασή της στον Α΄
Π.Π.
6) Εξοβελισμός υλιστικών ερμηνειών ή ερμηνειών ενοχλητικών για τον καπιταλισμό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τμήμα
του βιβλίου που αφορά τα αίτια του Α΄ Π. Π. Αφού αναφερθούν οι εθνικές
επιδιώξεις και με έναν αρκετά αφηρημένο τρόπο κάποια οικονομικά
συμφέροντα (σε αντίθεση με το προηγούμενο βιβλίο όπου γινόταν ξεκάθαρα
λόγος για οικονομικούς ανταγωνισμούς και μοίρασμα του κόσμου), ακολουθεί
το εξής ακατανόητο τμήμα, δείγμα μεταμοντέρνας σχολικής ιστοριογραφίας :
« Εξάλλου η ραγδαία εκβιομηχάνιση και οικονομική ανάπτυξη γενικά, καθώς
και η συνακόλουθη ταχεία απορρόφηση μεγάλων ανθρώπινων μαζών στις
πόλεις διατάραξαν την παραδοσιακή οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων και
αποδέσμευσαν πολλά άτομα από τους παραδοσιακούς περιορισμούς και
αναστολές, με συνέπεια να αναπτυχθούν στο απρόσωπο πλαίσιο της πόλης
αποσταθεροποιητικοί παράγοντες, όπως μια γενική ανησυχία, ανατρεπτικές
οργανώσεις και κινήματα και σποραδικές εκδηλώσεις βίας. Τέτοια φαινόμενα
ήταν πιο συνηθισμένα στην περιφέρεια της Ευρώπης και στις παρυφές του
αστικού ευρωπαϊκού πολιτισμού: στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία, στην
Ισπανία, στην Ιταλία, στις βαλκανικές χώρες και στην Ανατολική Ευρώπη».
Με τη βοήθεια τέτοιων αποσπασμάτων η υλιστική ερμηνεία των αιτιών του Α΄
Π. Π. πάει περίπατο. Αυτό που μένει είναι ένα θολό κατασκεύασμα που το
μόνο που κατορθώνει είναι να συσκοτίσει τα πραγματικά αίτια του πολέμου,
καθώς το ξέσπασμα του πολέμου αποδίδεται όχι μόνο σε πραγματικούς
οικονομικούς και εθνικούς ανταγωνισμούς, αλλά και μια γενική και
απροσδιόριστη «ανησυχία» που θυμίζει περισσότερο ψυχολογία παρά ιστορία.
Και εδώ ο στόχος είναι εύλογος: πρέπει να εξαφανιστούν από την
αναζήτηση των αιτίων οι κοινωνικές τάξεις, οι επιδιώξεις τους και στην
πραγματικότητα οι ευθύνες του καπιταλισμού των αρχών του αιώνα για το
ξέσπασμα του μεγαλύτερου πολέμου που είχε γνωρίσει ως τότε ο πλανήτης.
Φυσικά, από την αντεπίθεση της δεξιάς
στη σχολική ιστοριογραφία και τον ιστορικό αναθεωρητισμό δεν γλυτώνουν
ούτε τα Δεκεμβριανά και η Εθνική Αντίσταση. Στο σύντομο απόσπασμα του
βιβλίου που αφιερώνεται στην Εθνική Αντίσταση γίνεται απλή αναφορά στις
αντιστασιακές οργανώσεις και τη μαζικότητα της αντίστασης, χωρίς να
αναφέρονται καθόλου ούτε καν τα κορυφαία γεγονότα της. Για παράδειγμα,
στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, γεγονός εξαιρετικής, σε
συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο, σημασίας, αφιερώνεται μονάχα μια πηγή
(δηλαδή το γεγονός έχει εξοστρακιστεί από την κυρίως αφήγηση).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και τα όσα
αφορούν τα Δεκεμβριανά. Ούτε λίγο ούτε πολύ υιοθετείται, αν όχι η εκδοχή
της απόπειρας κομμουνιστικού πραξικοπήματος, τουλάχιστον η εκδοχή της
κομμουνιστικής παρασπονδίας. Ταυτόχρονα, τα Δεκεμβριανά παρουσιάζονται
ως ευθεία αντανάκλαση των αντιθέσεων ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τη Βρετανία,
χωρίς να παρουσιάζονται -ή έστω να έχουν παρουσιαστεί κάπου- οι
εξελίξεις στην κατεχόμενη Ελλάδα και οι κοινωνικές δυνάμεις που έδρασαν
σε αυτή και χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην πορεία κλιμάκωσης της
σύγκρουσης. Αντίθετα το όλο ζήτημα απλοποιείται στα εξής δίπολα: Ανατολή
–Δύση, Υπαρκτός σοσιαλισμός –Κοινοβουλευτική δημοκρατία. Μια τέτοια
αφήγηση δεν είναι απλά μια διαφορετική εκδοχή. Στην πραγματικότητα στόχο
έχει να δικαιώσει όλες τις επιλογές των «φιλοδυτικών δυνάμεων», την
τρομοκρατία της δεξιάς και το κράτος των εθνικοφρόνων, καθώς αυτές είχαν
στόχο να γλυτώσουν τη χώρα από το «λάθος» στρατόπεδο. Γιατί, είναι πιο
εύκολο ο «κοινός νους» να αποδεχθεί τα Δεκεμβριανά ως προσπάθεια
αποτροπής εισόδου της Ελλάδας στο ανατολικό μπλοκ, παρά ως κοινωνική
σύγκρουση ανάμεσα στις λαϊκές μάζες και την πλουτοκρατία της εποχής.
Γι’ αυτό άλλωστε και όλη η περίοδος που
ακολούθησε τον εμφύλιο πόλεμο παρουσιάζεται ως μία περίοδος οικονομικής
ανόρθωσης και αποσιωπάται ότι αυτή ακριβώς ήταν η περίοδος του «κράτους
των εθνικοφρόνων». Το μόνο που λέγεται από τους συγγραφείς είναι ότι «οι
πληγές του Εμφυλίου Πολέμου δεν είχαν επουλωθεί και συχνές ήταν οι
καταγγελίες του κόμματος της ΕΔΑ για διακρίσεις σε βάρος της». Οι
φυλακές, οι εξορίες και οι τρομοκρατία του μετεμφυλιακού χωροφύλακα
έγιναν απλές «διακρίσεις», ενώ η αναφορά στη δολοφονία Λαμπράκη που
ακολουθεί μόνο στόχο έχει να αθωώσει την κυβέρνηση του θείου Καραμανλή.
Θα μπορούσαμε να φέρουμε δεκάδες άλλα
παραδείγματα, όμως σταματάμε γιατί θα χρειαζόμασταν ολόκληρο βιβλίο.
Απλά τονίζουμε ότι όλο το βιβλίο κινείται στο ίδιο πνεύμα με όσα
επιλέξαμε να σταχυολογήσουμε.
Συνοψίζοντας, πρέπει να κρατήσουμε ένα
πράγμα: το τι μαθαίνουν οι νέοι για το παρελθόν έχει πολύ μεγάλη σημασία
για το πώς αντιμετωπίζουν το τώρα, την κίνηση του κόσμου και τις
προσπάθειες αλλαγής του. Όσο και αν όλα τα παραπάνω δεν περνάνε μόνο -ή
κυρίως- από το σχολείο, εντούτοις το τι διδάσκει αυτό κάθε άλλο παρά
αδιάφορους πρέπει να μας αφήνει. Άλλωστε οι κοινωνικοί συσχετισμοί
καταγράφονται και στο περιεχόμενο των σχολικών μαθημάτων και γι’ αυτό
και το περιεχόμενο τους αφορά το εκπαιδευτικό κίνημα. Γι’ αυτό το θέμα
του βιβλίου Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου πρέπει να αναδειχθεί από τους
προοδευτικούς εκπαιδευτικούς και να απαιτηθεί η απόσυρση του, καθώς
πρεσβεύει μια άποψη και εξυπηρετεί στόχους που μόνο τους θιασώτες του
συστήματος εκφράζουν.
(Το κείμενο γράφτηκε στη βάση εισήγησης που παρουσιάστηκε στο 8ο Εκπαιδευτικό Συνέδριο της ΟΛΜΕ στα Χανιά).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου