ένα μέτωπο χωρίς αύριο απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, για τον μ-λ ΚΚΕ χώρο. (μια διαφορετική ανάγνωση ενός άρθρου του Χ.Κάτσικα)
του σ. Παραγνώστη
Πυκνώνουν τελευταία στο χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς οι αναφορές στα πολιτικά αδιέξοδα του ΣΥΡΙΖΑ και της «αριστερής κυβέρνησής» του και στην επαπειλούμενη ήττα της εργατικής τάξης. Δεν θα ήταν καθόλου παράξενο, ο παραναγνώστης μπήκε άλλωστε σε αυτό το ρεύμα. Μπορεί πάντως κανείς να διαβάσει τα διασταυρούμενα αυτά πυρά σε κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητης πολιτικής σκέψης κείμενα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ανάμεσα στις διασταυρούμενες αυτές ριπές πληκτρολογίου, παρουσιάζουν εκείνες οι φωνές που προέρχονται από σεκταριστικά πολιτικά μορφώματα ή κόμματα.
Ισχυρίζομαι ότι οι δυο πιο τρανταχτές εκφάνσεις αυτού του σεκταρισμού είτε με τη μορφή της σεκταριστικής φάσης μιας σεκταριστικο/μετωπικής ταλάντωσης – η περίπτωση του ΚΚΕ – είτε με τη μορφή του διαλείποντος, μονοφασικού σεκταρισμού – η περίπτωση του μ-λ χώρου – στήνουν ένα μέτωπο χωρίς αύριο απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, σε τέτοιο σημείο που δεν μπορεί κανείς να αποφύγει τη σκέψη ότι θα εύχονταν στις 17 Ιούνη να πατώσει ο Τσίπρας, ακόμη κι οι ψήφοι πάνε στον Σαμαρέλο. Μάλλον όμως το εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα ρωτήσει κανέναν από μας και επιπλέον θα χρωστούμε όλοι να λάβουμε θέση απέναντι σε αυτό, όπως θα προκύψει.
Ισχυρίζομαι ότι οι δυο πιο τρανταχτές εκφάνσεις αυτού του σεκταρισμού είτε με τη μορφή της σεκταριστικής φάσης μιας σεκταριστικο/μετωπικής ταλάντωσης – η περίπτωση του ΚΚΕ – είτε με τη μορφή του διαλείποντος, μονοφασικού σεκταρισμού – η περίπτωση του μ-λ χώρου – στήνουν ένα μέτωπο χωρίς αύριο απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, σε τέτοιο σημείο που δεν μπορεί κανείς να αποφύγει τη σκέψη ότι θα εύχονταν στις 17 Ιούνη να πατώσει ο Τσίπρας, ακόμη κι οι ψήφοι πάνε στον Σαμαρέλο. Μάλλον όμως το εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα ρωτήσει κανέναν από μας και επιπλέον θα χρωστούμε όλοι να λάβουμε θέση απέναντι σε αυτό, όπως θα προκύψει.
Έχω στο νου μου και θα πάρω για παράδειγμα, ένα τέτοιο κείμενο, το καλογραμμένο «Ανάμεσα στο Φόβο και στις Αυταπάτες Υπάρχει Άλλος Δρόμος» του Χρήστου Κάτσικα από τον μ-λ χώρο, αλλά η επιλογή είναι μάλλον αδιάφορη για το επιχείρημά μου. Ό,τι ακολουθεί ως συμπέρασμα, μπορεί να ειπωθεί και για το ΚΚΕ με απλή αντικατάσταση λέξεων. «Λαϊκή εξουσία» αντί για «άλλος δρόμος» κοκ
Πρόκειται για ένα κείμενο λοιπόν, το οποίο, παρά τις ενστάσεις που εγείρει η πλησμονή της εκνευριστικής «εθνικοαπελευθερωτικής» εμμονής του συγκεκριμένου χώρου, βάζει το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων του ρεφορμισμού. Υποτίθεται πάντως, ότι το κάνει αυτό, τυλίγει το ρεφορμισμό σε μια κόλλα χαρτί, για να καταδείξει τον «Άλλο Δρόμο» που υπόσχεται ο τίτλος. Όμως μια ματιά στη δομή του κειμένου θα μας χαλάσει λίγο την εικόνα.
Εισαγωγικά, το εκλογικό αποτέλεσμα, μέσα σε 32 μόνο λέξεις, χαιρετίζεται ως θετικό, κατά το ότι έχουμε μια αριστερή μετατόπιση ψηφοφόρων. Ακολουθούν 2661 λέξεις για του ρεφορμισμού τις φοβερές συμπληγάδες, από όπου γυρισμό δεν έχει – μέχρι σημείου επίκλησης του Διός τιμωρού: «αυτό θα είναι το τίμημα για την ελπίδα που τους έδωσες. Θα είναι η ελπίδα κάτι που οι άνθρωποι θα χαρούν με την καρδιά τους ενώ θα αγκαλιάζουν την καταστροφή τους», και κλείνει με μια παράγραφο από 85 λέξεις :«Οι εκλογικές μετατοπίσεις που συντελούνται έξω από το έδαφος του οργανωμένου λαϊκού αγώνα και την επίδραση ενός μαζικού πολιτικού κινήματος της Αριστεράς, όσο θετικές κι αν είναι σαν ένα πρώτο βήμα απεγκλωβισμού, δεν μπορούν να έχουν βάθος και σταθερά χαρακτηριστικά. Δεν μπορούν στη σημερινή φάση να ξεφύγουν από το επίπεδο των ρεφορμιστικών αυταπατών και αναζητήσεων. Μπορούν να αποκτήσουν βάθος και προοπτική μόνο στο βαθμό που θα αποκτούν σύνδεση σε μια πορεία με το μαζικό, λαϊκό, εξωκοινοβουλευτικό αγώνα κόντρα στην πολιτική του συμβιβασμού και της συνθηκολόγησης.» Με αυτή την τελευταία παράγραφο ο συγγραφέας «έβγαλε» την υποχρέωση να δώσει «θετική» προοπτική στην εργατική τάξη, μη παραλείποντας με το δείκτη υψωμένο να της τραβήξει το αυτί! Μια πάντως αρκετά πιο εκλεπτυσμένη προτροπή προς τον λαό από εκείνη της Παπαρήγα για «διόρθωση της ψήφου του».
Το ποσοστό των λέξεων που δεν αναφέρονται στα δεινά που επαπειλούνται – ή είναι βέβαια – επί των κεφαλών ημών είναι 4%. Ποσοστό το οποίο περιλαμβάνει τόσο όσα θετικά διαβλέπει ο συγγραφέας στο εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μαΐου και στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση, όσο και την επαναστατική προοπτική που ο ίδιος δίνει για την εργατική τάξη. Δεν είναι καθόλου πολλά, δεν είναι καν στοιχειωδώς αρκετά!
Όσα – κι ας είναι πολλά – σημεία σύμπτωσης και να έχει κανείς με αυτό το κείμενο, δεν μπορεί εν τούτοις να μην αναρωτηθεί γιατί γράφτηκε, αφού, ας είμαστε σοβαροί, ο υπεσχημένος «Άλλος Δρόμος» δεν μας αποκαλύπτεται. Ο συγγραφέας προδίδει με το χειρότερο τρόπο τις προθέσεις του αν πιστέψουμε τον τίτλο του άρθρου. Αλλά τότε «Ποιος ειναι ο σκοπος του συγγραφέως; » θα ρωτούσε η κα Σταυρούλα η φιλόλογός μου.
Μα γιατί, ενώ πριν καταρρεύσει ο δικομματισμός ήταν όλα ελπιδοφόρα , τώρα ξαφνικά έγιναν, μέχρι παραιτήσεως, μαύρα; Ούτε πρώτος ρεφορμιστικός πολιτικός σχηματισμός που τείνει στην ενσωμάτωση είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ο τελευταίος, αν δεν αποφασίσει αλλιώς το έθνος των εργατών. Επιτέλους, όσο βεβαία κι αν είναι η ρεφορμιστική προδοσία κανείς ακόμα δεν βρέθηκε στη θέση του Λένιν βλέποντας τους ηγέτες της Διεθνούς να υποστηρίζουν τον πόλεμο και να στέλνουν τους εργάτες στα εθνικά χαρακώματα των αντιμαχομένων αστικών τους τάξεων. Αυτό κι αν ήταν ήττα! Μα από αυτή την προδοσία μας προέκυψε ο Οκτώβρης. Ακόμα καλύτερα, η σοσιαλσωβινιστική προδοσία είναι μέρος του χρονικού του Οκτώβρη. Από που λοιπόν αυτή η απαισιοδοξία, η μαύρη ηττοπάθεια; Γιατί τώρα η ζημιά είναι οριστική; Πώς προδιαγράφεται έτσι μονοκοντυλιά η Ιστορία;
Ίσως δρουν, εν μέρει, και υποκειμενικές αιτίες: η μόνιμη εκλογική μιζέρια και η διαφαινόμενη υφαρπαγή της πενιχρής εκλογικής τους βάσης από την ψηφορουφήχτρα που έστησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Κι αν είναι τουλάχιστον γελοίο το να αντικαταστήσουμε τον συριζαίικο κοινοβουλευτικό κρετινισμό με το ανομολόγητο (ή και ομολογημένο: ποιος θυμάται, από τον καιρό του Φλωράκη, τον στόχο του 17% και της δεύτερης κατανομής;) ψηφοδεές μαράζι του σεκταρισμού, δεν νομίζω όμως να είναι εδώ το μείζον ζήτημα.Το πολύ - πολύ να εξηγεί την απώλεια της αίσθησης του γελοίου ώστε να βγεί η Παπαρήγα με ' κείνο το «μην εμπιστεύεσαι το ΣΥΡΙΖΑ» στην τηλεόραση και τίποτα παραπάνω.
Πρόκειται για ένα κείμενο λοιπόν, το οποίο, παρά τις ενστάσεις που εγείρει η πλησμονή της εκνευριστικής «εθνικοαπελευθερωτικής» εμμονής του συγκεκριμένου χώρου, βάζει το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων του ρεφορμισμού. Υποτίθεται πάντως, ότι το κάνει αυτό, τυλίγει το ρεφορμισμό σε μια κόλλα χαρτί, για να καταδείξει τον «Άλλο Δρόμο» που υπόσχεται ο τίτλος. Όμως μια ματιά στη δομή του κειμένου θα μας χαλάσει λίγο την εικόνα.
Εισαγωγικά, το εκλογικό αποτέλεσμα, μέσα σε 32 μόνο λέξεις, χαιρετίζεται ως θετικό, κατά το ότι έχουμε μια αριστερή μετατόπιση ψηφοφόρων. Ακολουθούν 2661 λέξεις για του ρεφορμισμού τις φοβερές συμπληγάδες, από όπου γυρισμό δεν έχει – μέχρι σημείου επίκλησης του Διός τιμωρού: «αυτό θα είναι το τίμημα για την ελπίδα που τους έδωσες. Θα είναι η ελπίδα κάτι που οι άνθρωποι θα χαρούν με την καρδιά τους ενώ θα αγκαλιάζουν την καταστροφή τους», και κλείνει με μια παράγραφο από 85 λέξεις :«Οι εκλογικές μετατοπίσεις που συντελούνται έξω από το έδαφος του οργανωμένου λαϊκού αγώνα και την επίδραση ενός μαζικού πολιτικού κινήματος της Αριστεράς, όσο θετικές κι αν είναι σαν ένα πρώτο βήμα απεγκλωβισμού, δεν μπορούν να έχουν βάθος και σταθερά χαρακτηριστικά. Δεν μπορούν στη σημερινή φάση να ξεφύγουν από το επίπεδο των ρεφορμιστικών αυταπατών και αναζητήσεων. Μπορούν να αποκτήσουν βάθος και προοπτική μόνο στο βαθμό που θα αποκτούν σύνδεση σε μια πορεία με το μαζικό, λαϊκό, εξωκοινοβουλευτικό αγώνα κόντρα στην πολιτική του συμβιβασμού και της συνθηκολόγησης.» Με αυτή την τελευταία παράγραφο ο συγγραφέας «έβγαλε» την υποχρέωση να δώσει «θετική» προοπτική στην εργατική τάξη, μη παραλείποντας με το δείκτη υψωμένο να της τραβήξει το αυτί! Μια πάντως αρκετά πιο εκλεπτυσμένη προτροπή προς τον λαό από εκείνη της Παπαρήγα για «διόρθωση της ψήφου του».
Το ποσοστό των λέξεων που δεν αναφέρονται στα δεινά που επαπειλούνται – ή είναι βέβαια – επί των κεφαλών ημών είναι 4%. Ποσοστό το οποίο περιλαμβάνει τόσο όσα θετικά διαβλέπει ο συγγραφέας στο εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μαΐου και στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση, όσο και την επαναστατική προοπτική που ο ίδιος δίνει για την εργατική τάξη. Δεν είναι καθόλου πολλά, δεν είναι καν στοιχειωδώς αρκετά!
Όσα – κι ας είναι πολλά – σημεία σύμπτωσης και να έχει κανείς με αυτό το κείμενο, δεν μπορεί εν τούτοις να μην αναρωτηθεί γιατί γράφτηκε, αφού, ας είμαστε σοβαροί, ο υπεσχημένος «Άλλος Δρόμος» δεν μας αποκαλύπτεται. Ο συγγραφέας προδίδει με το χειρότερο τρόπο τις προθέσεις του αν πιστέψουμε τον τίτλο του άρθρου. Αλλά τότε «Ποιος ειναι ο σκοπος του συγγραφέως; » θα ρωτούσε η κα Σταυρούλα η φιλόλογός μου.
Μα γιατί, ενώ πριν καταρρεύσει ο δικομματισμός ήταν όλα ελπιδοφόρα , τώρα ξαφνικά έγιναν, μέχρι παραιτήσεως, μαύρα; Ούτε πρώτος ρεφορμιστικός πολιτικός σχηματισμός που τείνει στην ενσωμάτωση είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ο τελευταίος, αν δεν αποφασίσει αλλιώς το έθνος των εργατών. Επιτέλους, όσο βεβαία κι αν είναι η ρεφορμιστική προδοσία κανείς ακόμα δεν βρέθηκε στη θέση του Λένιν βλέποντας τους ηγέτες της Διεθνούς να υποστηρίζουν τον πόλεμο και να στέλνουν τους εργάτες στα εθνικά χαρακώματα των αντιμαχομένων αστικών τους τάξεων. Αυτό κι αν ήταν ήττα! Μα από αυτή την προδοσία μας προέκυψε ο Οκτώβρης. Ακόμα καλύτερα, η σοσιαλσωβινιστική προδοσία είναι μέρος του χρονικού του Οκτώβρη. Από που λοιπόν αυτή η απαισιοδοξία, η μαύρη ηττοπάθεια; Γιατί τώρα η ζημιά είναι οριστική; Πώς προδιαγράφεται έτσι μονοκοντυλιά η Ιστορία;
Ίσως δρουν, εν μέρει, και υποκειμενικές αιτίες: η μόνιμη εκλογική μιζέρια και η διαφαινόμενη υφαρπαγή της πενιχρής εκλογικής τους βάσης από την ψηφορουφήχτρα που έστησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Κι αν είναι τουλάχιστον γελοίο το να αντικαταστήσουμε τον συριζαίικο κοινοβουλευτικό κρετινισμό με το ανομολόγητο (ή και ομολογημένο: ποιος θυμάται, από τον καιρό του Φλωράκη, τον στόχο του 17% και της δεύτερης κατανομής;) ψηφοδεές μαράζι του σεκταρισμού, δεν νομίζω όμως να είναι εδώ το μείζον ζήτημα.Το πολύ - πολύ να εξηγεί την απώλεια της αίσθησης του γελοίου ώστε να βγεί η Παπαρήγα με ' κείνο το «μην εμπιστεύεσαι το ΣΥΡΙΖΑ» στην τηλεόραση και τίποτα παραπάνω.
Στο κάτω – κάτω και ως ένα βαθμό, η απαισιοδοξία του κειμένου δεν θα ήταν αδικαιολόγητη. Τόσο η πολιτική ανάλυση , όσο και η ιστορία του ρεφορμισμού δείχνουν πως η απαισιοδοξία εδράζεται στον ιστορικό κανόνα. Αλλά η επανάσταση δεν είναι ο κανόνας, είναι η εξαίρεση. Το ίδιο – εξαίρεση – ήταν όμως και πριν από την εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε και αυτό θα έκανε τη δουλειά και πάλι: Γιατί τώρα η εσχατολογικών διαστάσεων απαισιοδοξία κι όχι πιο πριν;
Διότι μπορεί πράγματι ο ρεφορμισμός να απειλεί με ήττα την εργατική τάξη, αλλά, ουδέν κακόν αμιγές καλού, έβαλε ήδη στη γωνία το σεκταρισμό σε κάθε του εκδοχή: το μόνο που έχει να πει ο σεκταρισμός είναι «στοιχηθείτε πίσω μου» αλλά αυτό μας τελείωσε και ελπίζουμε, ανεπιστρεπτί. Ο σεκταρισμός μπορεί να αντέξει οποιοδήποτε εκλογικό ποσοστό αρκεί το υπόλοιπο να πηγαίνει στα κλασικά αστικά κόμματα! Τότε η Ιστορία απλώς δεν πέρασε ακόμα από τα μέρη του. Τώρα όμως η Ιστορία πέρασε κοιτώντας αλλού: Αυτό εξηγεί την πολιτική απελπισία του σεκταρισμού. Ο σεκταρισμός ήταν παρακολούθημα της τελικής φάσης του μεταπολιτευτικού δικομματισμού, ο οποίος πέφτοντας τον πήρε μαζί του.
Ακόμα χειρότερα, ο συγγραφέας καλεί σε «μαζικό, λαϊκό, εξωκοινοβουλευτικό αγώνα κόντρα στην πολιτική του συμβιβασμού και της συνθηκολόγησης» δηλαδή καλεί το λαό (όχι τη εργατική τάξη;) να ριχτεί στην ταξική πάλη πάνω σε ηθικές – ηρωικές βάσεις. Προβάλλει την δική του βούληση ως ηθική επιταγή για την τάξη: Επανάσταση για υποκειμενικούς λόγους! Πράγματι ο σεκταρισμός δεν διαθέτει τίποτε (πέρα από οικονομικούς αγώνες) για να γεμίσει το κενό από εδώ μέχρι την επανάσταση. Τι άλλο του μένει για το σκοπό αυτό από την ίδια του τη βούληση; Όπως το λέει ο Ε. Μπιτσάκης για την περίπτωση του ΚΚΕ: «... χωρίς στρατηγική, χωρίς πολιτική συμμαχιών, μόνο, άσπιλο και αμόλυντο, ονειρεύεται ένα άλμα στο κενό: από το σήμερα, στη λαϊκή οικονομία και εξουσία. Επανάσταση λοιπόν χωρίς συμμάχους, με στόχο δύο ψευδοέννοιες: λαϊκή οικονομία και λαϊκή εξουσία»
Ακόμα χειρότερα, ο συγγραφέας καλεί σε «μαζικό, λαϊκό, εξωκοινοβουλευτικό αγώνα κόντρα στην πολιτική του συμβιβασμού και της συνθηκολόγησης» δηλαδή καλεί το λαό (όχι τη εργατική τάξη;) να ριχτεί στην ταξική πάλη πάνω σε ηθικές – ηρωικές βάσεις. Προβάλλει την δική του βούληση ως ηθική επιταγή για την τάξη: Επανάσταση για υποκειμενικούς λόγους! Πράγματι ο σεκταρισμός δεν διαθέτει τίποτε (πέρα από οικονομικούς αγώνες) για να γεμίσει το κενό από εδώ μέχρι την επανάσταση. Τι άλλο του μένει για το σκοπό αυτό από την ίδια του τη βούληση; Όπως το λέει ο Ε. Μπιτσάκης για την περίπτωση του ΚΚΕ: «... χωρίς στρατηγική, χωρίς πολιτική συμμαχιών, μόνο, άσπιλο και αμόλυντο, ονειρεύεται ένα άλμα στο κενό: από το σήμερα, στη λαϊκή οικονομία και εξουσία. Επανάσταση λοιπόν χωρίς συμμάχους, με στόχο δύο ψευδοέννοιες: λαϊκή οικονομία και λαϊκή εξουσία»
Η «αριστερή κυβέρνηση» του ΣΥΡΙΖΑ ή η ισχυρή «αριστερή» του αντιπολίτευση – με άλλα λόγια η παρούσα φάση του αριστερόστροφου αναπροσανατολισμού των εργατικών τάξεων – είναι λοιπόν καθώς φαίνεται εκτός από κίνδυνος ήττας και ευκαιρία: για όποιον έχει μάτια για να βλέπει, βγάζει στο φως δυο πράγματα:
Χρειάζεται ένα μεταβατικό πρόγραμμα γύρω από το οποίο θα στοιχηθούν οι εργατικές μάζες και τα σύμμαχα στρώματα.
Χρειάζεται οι κομμουνιστές να βάλουν επιτέλους συγκεκριμένα και άμεσα μπροστά την αυτο-οργάνωση της εργατικής τάξης.
Είναι οι αναγκαίοι – αλλά όχι και επαρκείς – όροι για να αποτραπεί ο κίνδυνος μιας δεινής ήττας της εργατικής τάξης μέσα στη δίνη της παρούσας τεραστίων διαστάσεων συστημικής κρίσης.
Όμως η αυτο-οργάνωση της εργατικής τάξης, τα όργανα της πάλης και της εξουσίας της, έχουν ένα εγγενές ελάττωμα: Δεν ελέγχονται, δεν μπορούν – όσο είναι ζωντανά – να γίνουν προεκτάσεις κάποιου κόμματος, ούτε καν του κόμματος της τάξης, εάν αυτό υπήρχε. Οι ιδέες και η πρακτική του καθενός πολιτικού σχηματισμού θα βρίσκονται υπό αίρεση σε κάθε γύρο της ταξικής πάλης. Αυτήν την ιδέα όμως δεν την χωρούν τα πολιτικά μορφώματα από όπου αναδίδεται η πνιγηρή οσμή της ηττοπάθειας κι έτσι, σαν τις γριές φαρμακομύτες, πιάνουν το στασίδι τους.
Σε έναν πολιτικό χρόνο όπου ωριμάζουν κοινωνικοί και οικονομικοί όροι για μια επαναστατική κατάσταση, όπου «Οι κοινωνικοί σεισμοί της τελευταίας διετίας και οι μαζικοί αγώνες ενάντια στα Μνημόνια διαμόρφωσαν τους όρους μιας οιωνεί «κλασικής» προεπαναστατικής κατάστασης, όπου οι «από πάνω» δεν μπορούν να κυβερνούν με τον παλιό τρόπο και οι «από κάτω» δεν ανέχονται πια να κυβερνούνται όπως μέχρι τώρα υπάρχει απότομη επιδείνωση των συνθηκών ζωής των μαζών, μόλις μέσα σε δύο χρόνια οι ίδιοι οι «από πάνω» κινητοποιούν τους «από κάτω» σε μαζική δράση.» και όπου «Στις 6 Μαΐου έγινε ένα παραπέρα, κρίσιμο βήμα στη μετάβαση από μια προεπαναστατική σε μια επαναστατική κατάσταση: ένα σημαντικό τμήμα των λαϊκών μαζών αρχίζει να συγκεντρώνει τις προσδοκίες του για μια λύση του αδιέξοδου με την απόρριψη των παραδοσιακών κυβερνητικών κομμάτων και την μετακίνησή τους προς τα αριστερά, σε ένα κόμμα που έθεσε θέμα αλλαγής της (κυβερνητικής) εξουσίας και σχηματισμού μιας αντιμνημονιακής κυβέρνησης των κομμάτων της Αριστεράς». Οι κομμουνιστές πρέπει να ξέρουν να χτίζουν τις δομές της εργατικής εξουσίας – την αυτο-οργάνωση της εργατικής τάξης– και να μάθουν να βρίσκονται στη μειοψηφία αυτών των δομών εργατικής εξουσίας γιατί ακόμα και στη διάρκεια της επανάστασης, οι επαναστατικές ιδέες είναι κατ' αρχήν και κατ' επανάληψη μειοψηφικές.
Όμως η αυτο-οργάνωση της εργατικής τάξης, τα όργανα της πάλης και της εξουσίας της, έχουν ένα εγγενές ελάττωμα: Δεν ελέγχονται, δεν μπορούν – όσο είναι ζωντανά – να γίνουν προεκτάσεις κάποιου κόμματος, ούτε καν του κόμματος της τάξης, εάν αυτό υπήρχε. Οι ιδέες και η πρακτική του καθενός πολιτικού σχηματισμού θα βρίσκονται υπό αίρεση σε κάθε γύρο της ταξικής πάλης. Αυτήν την ιδέα όμως δεν την χωρούν τα πολιτικά μορφώματα από όπου αναδίδεται η πνιγηρή οσμή της ηττοπάθειας κι έτσι, σαν τις γριές φαρμακομύτες, πιάνουν το στασίδι τους.
Σε έναν πολιτικό χρόνο όπου ωριμάζουν κοινωνικοί και οικονομικοί όροι για μια επαναστατική κατάσταση, όπου «Οι κοινωνικοί σεισμοί της τελευταίας διετίας και οι μαζικοί αγώνες ενάντια στα Μνημόνια διαμόρφωσαν τους όρους μιας οιωνεί «κλασικής» προεπαναστατικής κατάστασης, όπου οι «από πάνω» δεν μπορούν να κυβερνούν με τον παλιό τρόπο και οι «από κάτω» δεν ανέχονται πια να κυβερνούνται όπως μέχρι τώρα υπάρχει απότομη επιδείνωση των συνθηκών ζωής των μαζών, μόλις μέσα σε δύο χρόνια οι ίδιοι οι «από πάνω» κινητοποιούν τους «από κάτω» σε μαζική δράση.» και όπου «Στις 6 Μαΐου έγινε ένα παραπέρα, κρίσιμο βήμα στη μετάβαση από μια προεπαναστατική σε μια επαναστατική κατάσταση: ένα σημαντικό τμήμα των λαϊκών μαζών αρχίζει να συγκεντρώνει τις προσδοκίες του για μια λύση του αδιέξοδου με την απόρριψη των παραδοσιακών κυβερνητικών κομμάτων και την μετακίνησή τους προς τα αριστερά, σε ένα κόμμα που έθεσε θέμα αλλαγής της (κυβερνητικής) εξουσίας και σχηματισμού μιας αντιμνημονιακής κυβέρνησης των κομμάτων της Αριστεράς». Οι κομμουνιστές πρέπει να ξέρουν να χτίζουν τις δομές της εργατικής εξουσίας – την αυτο-οργάνωση της εργατικής τάξης– και να μάθουν να βρίσκονται στη μειοψηφία αυτών των δομών εργατικής εξουσίας γιατί ακόμα και στη διάρκεια της επανάστασης, οι επαναστατικές ιδέες είναι κατ' αρχήν και κατ' επανάληψη μειοψηφικές.
Κι αν ο μεγάλος απών της επανάστασης – το κόμμα της εργατικής τάξης – φαίνεται ακόμα να καθυστερεί, η ίδια η κίνηση των εργατικών μαζών και ο βοριάς της συστημικής κρίσης που κάνει τα πράγματα διαυγή, αρκούν για να θρέψουν την αισιοδοξία της βούλησης.
Επιτέλους τι άλλο θα αντιπαρατάξουν οι sans culotte εκτός από την αυτο-οργάνωση της τάξης τους και τη διεθνιστική τους αλληλεγγύη;
Επιτέλους τι άλλο θα αντιπαρατάξουν οι sans culotte εκτός από την αυτο-οργάνωση της τάξης τους και τη διεθνιστική τους αλληλεγγύη;
Σε όλες τις παραθέσεις κρατήθηκε η ορθογραφία των συγγραφέων τους